Ο Θεός θέλει να μας σώσει, αλλά χρειάζεται μετάνοια
Θέλει ο Θεός να σώσει τον άνθρωπο, αλλά αυτό δεν σημαίνει καθόλου ότι θα σωθεί, θέλει δεν θέλει. Διάβαζα σήμερα ένα σημείωμα όπου κάποια, που μάλλον πρέπει να μην είναι Ελληνίδα, είναι όμως χριστιανή, σημειώνει: «Αφού ο Θεός είναι αγάπη, γιατί να έχει κόλαση, για να κολάζονται οι άνθρωποι;»
Η κόλαση δεν υπάρχει με την έννοια ότι ο Θεός καλεί τους ανθρώπους: «Ελάτε εσείς που δεν με ακούσατε να σας τιμωρήσω». Δεν υπάρχει με αυτή την έννοια η κόλαση, αλλά ο ίδιος ο άνθρωπος διαλέγει τη ζωή της κολάσεως, και δεν χρειάζεται να σοφιστούμε και να φανταστούμε ότι ο Θεός τιμωρεί.
Εμείς τόσα χρόνια είμαστε χριστιανοί βαπτισμένοι. Και το βάπτισμα αναγεννά τον άνθρωπο· πραγματικά στο βάπτισμα πεθαίνει ο παλαιός άνθρωπος και ανασταίνεται ο καινούργιος. Και όμως καθόλου δεν έχουμε μέσα μας αυτή την πραγματικότητα, ώστε να αγάλλεται, να ευφραίνεται η ψυχή μας, και να ακολουθούμε τον Χριστό και ευχαρίστως να δεχτούμε και μαρτύρια και ό,τι άλλο, όπως συνέβαινε και συμβαίνει με τους μάρτυρες και με όλους τους αγίους.
Εμείς οι ίδιοι, επειδή διστάζουμε να πιστέψουμε, επειδή διστάζουμε να ακολουθήσουμε τον Χριστό, καταδικάζουμε τον εαυτό μας να είναι υπό την επήρεια της αμαρτίας και υπό την επήρεια του κακού γενικώς, οπότε έχουμε μέσα μας κόλαση.
Μην πάει το μυαλό μας μόνο στο τι θα γίνει τότε στα έσχατα. Από δω ή είσαι στον παράδεισο ή είσαι στην κόλαση. Άνετα όμως θα μπορούσα να πω αυτό που λέει ο ιερός Χρυσόστομος στον Κατηχητικό λόγο του: «Μηδείς οδυρέσθω πταίσματα· συγγνώμη γαρ εκ του τάφου ανέτειλε».
Άνετα λοιπόν θα μπορούσαμε να πούμε τώρα: Εντάξει, είμαστε αμαρτωλοί, πολύ αμαρτωλοί· δεν γίνεται χειρότερα· τόσο άσχημα είναι ο καθένας. Αλλά άμα πιστεύουμε στον Χριστό, αυτή την ώρα κιόλας έχουμε μέσα μας τον παράδεισο, και έρχεται αυτή η χαρά, που είχαν ακριβώς οι μαθηταί μετά την ανάληψη του Κυρίου, για την οποία χαρά κάνει λόγο ο ευαγγελιστής Λουκάς.
Θυμάστε, το έχουμε πει όχι μια αλλά πολλές φορές, ότι ο Χριστός, πριν αναληφθεί, είπε στους μαθητάς του: «Θα περιμένετε εκεί στην Ιερουσαλήμ, έως ότου να λάβετε τη δύναμη εξ ύψους»· και αυτό έγινε μετά από δέκα μέρες. Και όμως οι μαθηταί από εκείνη την ώρα κιόλας χαίρονταν, καίτοι έφυγε ο Κύριος, και έμειναν και ορφανοί.
Αυτά δεν είναι τίποτε· δεν είναι τίποτε. Όλο το θέμα είναι αν ανοίγει η ψυχή δια της πίστεως, δια της ελπίδος, δια της αγάπης στον Χριστό και δέχεται την ουράνια, την άκτιστη χάρη του Θεού. Και που τον έβλεπαν απλώς τον Χριστό ως άνθρωπο, δεν ωφελούνταν οι άνθρωποι, δεν συνέβαινε τίποτε μέσα στην καρδιά τους. Η πίστη είναι εκείνη η οποία πραγματικά φέρνει τη χάρη του Θεού μέσα μας· η σωστή στάση.
Έτσι λοιπόν οι μαθηταί, χωρίς να γίνει τίποτε ακόμη, μετά χαράς μεγάλης έφυγαν από το Όρος των Ελαιών, όπου ενώπιόν τους ανελήφθη ο Χριστός στους ουρανούς, και πήγαν στην Ιερουσαλήμ. Και εκεί περίμεναν, αλλά μετά χαράς μεγάλης. Πραγματικά, από αυτή τη στιγμή – το λέω πολύ υπεύθυνα, αν επιτρέπεται να εκφραστώ έτσι – μπορούμε και εμείς να χαιρόμαστε.
Μπορούμε επομένως να πούμε: «Μηδείς οδυρέσθω πταίσματα· συγγνώμη γαρ εκ του τάφου ανέτειλε». Ο Θεός θέλει να μας σώσει, αλλά χρειάζεται μετάνοια. Θα αμαρτήσουμε, θα μετανοήσουμε, θα ξαναπέσουμε, και όλο και πιο πολύ βρίσκουμε μέσα μας αυτή την άχαρη κατάσταση της αμαρτίας. Μα δεν λέγεται τι είναι αυτή η κατάσταση και δεν εκφράζεται!
Και όμως, επειδή ακριβώς θέλει ο Κύριος να μας σώσει, και επειδή εμείς το πιστεύουμε αυτό και το δεχόμαστε και προσανατολιζόμαστε προς αυτή την κατεύθυνση, μπαίνουμε στον δρόμο αυτό και ακολουθούμε τον Κύριο με χαρά μεγάλη και με τη βεβαιότητα ότι κάποια μέρα όντως θα γίνει μέσα στην ψυχή μας αυτή η μεταμόρφωση, αυτή η αλλαγή.
Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου, “Θέλεις να αγιάσεις;”, Οκτώβριος, Πανόραμα Θεσσαλονίκης, 2018, σελ. 188.